αποκοπή ή ξέκοπα (η)
όταν αναλαμβάνει κανείς μια εργασία, γεωργική, οικοδομική, κ.λπ. με πληρωμή, φυσικά, αλλά όχι με μεροκάματο. Στην “αποκοπή” η εργασία είναι χωρίς ωράριο.
φράση: “Το ΄δωκα αποκοπή” ή “το πήρα αποκοπή”.
Η αποκοπή προϋποθέτει την καταβολή συμφωνηθέντος ποσού.
βλ. ξέκοπα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀποκοπὴ: /ἡ/ (ἀπὸ-κόπτω) = ἐργασία ἐπ’ ἀμοιβῇ κατὰ τεμάχιον ἢ μέτρον ἢ σύνολον, ἐργασία συνεχής, ἀπασχόλησις ἀδιάκοπος. «τὸ πῆρ’ ἀποκοπή».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης