Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αποκοπή ή ξέκοπα (η)

όταν αναλαμβάνει κανείς μια εργασία, γεωργική, οικοδομική, κ.λπ. με πληρωμή, φυσικά, αλλά όχι με μεροκάματο. Στην “αποκοπή” η εργασία είναι χωρίς ωράριο.
φράση: “Το ΄δωκα αποκοπή” ή “το πήρα αποκοπή”.
Η αποκοπή προϋποθέτει την καταβολή συμφωνηθέντος ποσού.

βλ. ξέκοπα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀποκοπὴ: /ἡ/ (ἀπὸ-κόπτω) = ἐργασία ἐπ’ ἀμοιβῇ κατὰ τεμάχιον ἢ μέτρον ἢ σύνολον, ἐργασία συνεχής, ἀπασχόλησις ἀδιάκοπος. «τὸ πῆρ’ ἀποκοπή».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.