ξεσγάζω
Ξεσγάζω (ἐκ-ζεῦγος, Β. ζέγα, Ἀλ. ζέκ-γου) = μισοβράζω θαλάσσια δίθυρα (χιβάδια, μύδια κ.τ.ὅ.) διὰ ν᾿ ἀνοίξουν.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Ξεσγάζω (ἐκ-ζεῦγος, Β. ζέγα, Ἀλ. ζέκ-γου) = μισοβράζω θαλάσσια δίθυρα (χιβάδια, μύδια κ.τ.ὅ.) διὰ ν᾿ ἀνοίξουν.