Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καπίκι (το)

  1. το ένα εκατοστό του ρώσικου ρουβλίου
  2. μονάδα κέρδους σε μερικά χαρτοπαίγνια, όπως πχ στην πρέφα. Όποιος έχει περισσότερα καπίκια (=πόντους) κερδίζει. Τα καπίκια γράφονται στο τραπέζι.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.