γιούρια (η)
- έφοδος, εφόρμηση
- ως παρακελευστικό επιφώνημα = εμπρός, απάνω τους.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Γιούρια /ἡ/ (Τ. οὐγούρ, Σ. jούρις) = ἐφόρμησις, ἔφοδος, γιουροῦσι.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης