στράτα (ἡ)
στράτα (ἡ): δρόμος, (ΙΤ. strada καί strata στήν σικελική διάλεκτο).
Λεξικό Ιδιωματικών Οικοδομικών Όρων
Στράτα /ἡ/ (Ἰ. strada) = δρόμος, ἀτραπός, μονοπάτι.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Από το λατινικό strata, έννοια via “στρωμένος δρόμος”. Και αυτό από το ελληνικό στρώνυμι, στρώνω. Το πρώτο βάδισμα του μωρού γίνεται με τη βοήθεια της μάνας, στράτα-στρατούλα. Κι από δω (μεταφορικά) το γνωστό ξε-στράτισμα.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης