στελιάζω
βάνω το στελιάρι στο σιδερένιο εργαλείο, σκαπτικό ή κοπτικό, όταν αυτό είναι ξεστέλιαστο.
μτφ.: ξεστέλιαστους λένε και τους ανθρώπους που δεν στέκουν καλά στα πόδια τους, τους παταλούς, τους άπλερους.
“Σαν ξεστέλιαστος πας …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στελιάζω (στελειόω) = προσαρμόζω ἐργαλεῖον εἰς τὸν στειλεόν του.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Στελιάζω § προσαρμόζω ξύλινον στηλίσκον εἴς τι ἐργαλεῖον, ὡς λαβήν. Ἐκ τούτου καὶ στελιάρι ὁ ξύλινος ἐκεῖνος στηλίσκος. Οἱ ἀρχαῖοι ἔλεγον στελεόν. Σ.Φ.Ε.
Σημ. Ἐκ τοῦ στήλη (Σύλλ. 5).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου