σπίρτο (το)
- το οινόπνευμα
- το νιτρικό άλας που βάνουν στη βαφή των μάλλινων ρούχων οι γυναίκες, για να μη βγαίνει το χρώμα
- ο ευφυής, ο τετραπέρατος ο πεπειραμένος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπίρτο /τὸ/ (Ἰ. spirito) = οἰνόπνευμα, ὑγρὸν ἢ ἀέριον εὔφλεκτον δριμείας ὀσμῆς, (Ἰ. esperto) = ἔμπειρος, εὐφυής, ὀξύνους.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης