Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπίρτο (το)

  1. το οινόπνευμα
  2. το νιτρικό άλας που βάνουν στη βαφή των μάλλινων ρούχων οι γυναίκες, για να μη βγαίνει το χρώμα
  3. ο ευφυής, ο τετραπέρατος ο πεπειραμένος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σπίρτο /τὸ/ (Ἰ. spirito) = οἰνόπνευμα, ὑγρὸν ἢ ἀέριον εὔφλεκτον δριμείας ὀσμῆς, (Ἰ. esperto) = ἔμπειρος, εὐφυής, ὀξύνους.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.