μπούμ΄στος (ο)
- κορυφή Ακαρνανικού βουνού
- μτφ.: ο παχύσαρκος και άχαρος άνθρωπος. φράση: “έγινε μπούμ΄στος”
- ογκώδες και άχρηστο αντικείμενο που μας εμποδίζει. “Τι τονε θες εκεί αυτόν τον μπούμστο, πέταξέ το να αδειάσει ο τόπος”. Βλ, και μπούμστρο
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!