ασπραγκαθιά (η)
το ιαματικό φυτό ασπάλαθος ο λαχναίος.
Σε χργρ. γιατροσόφι του τόπου μας διαβάζομε: “Εις σπάσιμον, έπαρε τον σπόρον του ασπραγκαθίου και τρίψε τον και ένωσον αυτόν με μέλι απαφρισμένον και ας τρώγει ο ασθενής, ήγουν ο σπασμένος (=αυτός που έχει σπασμένη κήλη ή όρχεις, άλλως κατεβασμένο) ημέρας 40 ταχύ και βράδυ και υγιαίνει”. (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 118 και 156).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀσπραγκαθιὰ /ἡ/ (πυράκανθα) = τὸ ἀκανθῶδες φρύγανον καλυκοτόμη.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Ασπραγκαθιά, η: (η άσπρη αγκαθιά), ο ασπάλαθος, ο ασφελαχτός.Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα