Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σοῦζο

Σοῦζο /ἐπίρ./ (Ἰ. suso, Τ. σúζ) = ὄρθιος, κατ’ ἐπιταγήν, ἕτοιμος εἰς τὸ πρόσταγμα, πειθήνιος ἀσυζητητεί.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.