μαραγκούλα
Μαραγκούλα = παραγενομένο σύκο, μιά μαραγκούλα (ἕνα μαραγκιασμένο σύκο).
βλ. και μαραγκούδι (το)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Μαραγκούλα = παραγενομένο σύκο, μιά μαραγκούλα (ἕνα μαραγκιασμένο σύκο).
βλ. και μαραγκούδι (το)