σκούλινος -η -ο
ο από χοντρό λιναρίσιο νήμα κατασκευασμένος. Νήμα σκούλινο, ύφασμα σκούλινο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκούλ(ι)νος -η -ο (σκόλυς) = ὁ ἀπὸ ἐγχώριον λινάρι κατασκευασμένος. βλ. λ. σκουλί -δα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης