Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκούλινος -η -ο

ο από χοντρό λιναρίσιο νήμα κατασκευασμένος. Νήμα σκούλινο, ύφασμα σκούλινο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκούλ(ι)νος -η -ο (σκόλυς) = ὁ ἀπὸ ἐγχώριον λινάρι κατασκευασμένος. βλ. λ. σκουλί -δα.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.