Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκάρ΄σος -η -ο

  1. λιποβαρής, αυτός ποπυ δεν έχει το κανονικό βάρος.
    φράση: ‘Ένα κιλό σκάρ΄σο είναι” – “ζυγιάζεις σκάρσα”, σκαροζύγισμα.
  2. ο άνθρωπος ο σκάρτος, ο ασυνεπής, ο άπονος, ο κακός.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Σκάρσο = ἐλλειποβαρῆ, εἶναι σκάρσο τό ψωμί (εἶναι λειψό τό ψωμί).

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.