σκάρ΄σος -η -ο
- λιποβαρής, αυτός ποπυ δεν έχει το κανονικό βάρος.
φράση: ‘Ένα κιλό σκάρ΄σο είναι” – “ζυγιάζεις σκάρσα”, σκαροζύγισμα. - ο άνθρωπος ο σκάρτος, ο ασυνεπής, ο άπονος, ο κακός.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκάρσο = ἐλλειποβαρῆ, εἶναι σκάρσο τό ψωμί (εἶναι λειψό τό ψωμί).
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής