σγούμπα (η)
κύρτωση της ράχης, καμπούρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σγοῦμπα /ἡ/ (Ἰ. gobba) = ὕβωμα, κύρτωμα, ραχῖτις, καμποῦρα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Και ζγούμπα. Σγούμπος, καμπούρα, καμπούρης, κυφός, σκυφτός.
Μειωτική λέξη για μια ραχητική (με καμπούρα). Θυμάμαι μια περίπτωση, “μωρή ζγούμπα”.
Το -σ- προσφωνείται -ζ-.
Η λέξη από το ιταλικό goppo, σγόμπος, ο καμπούρης.
Σωστά το ετυμολογεί και ο Λάζαρης (από το γαλλικό gobba-gobbo, καμπούρα) και γόμπος – ζόμπος (Δημητράκος). Γόμπος, βενετικό gobo, τούρκικο σγόμπος, σγομπιάζω (Κριαράς).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Σγούμπα = καμπούρα, κύρτωμα, ραχίτις.