Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μπακίρι (το)

  1. σκεύος χάλκινο(μακιρένιο), νόμισμα χάλκινο
  2. το χειμωνιάτικο πεπόνι που διατηρείται και το χειμώνα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μπακίρι /τὸ/ (Τ. μπακὶρ) = χαλκός, χάλκωμα, πέπων διατηρήσιμος ἐρυθρόφλοιος, πεπόνι χειμωνιάτικο.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.