μπαΐρι (το)
ξερότοπος, άγονη γη
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπαΐρι /τὸ/ (Τ. bαῒρ) = ἄφορος χερσότοπος, ξηρότοπος, χερσάδι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
ξερότοπος, άγονη γη
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μπαΐρι /τὸ/ (Τ. bαῒρ) = ἄφορος χερσότοπος, ξηρότοπος, χερσάδι.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης