πρόβαλμα (το)
το ξάγαντο, η βίγλα, τόπος με μεγάλη θέα.
“Για δες εδεκεί στο πρόβαλμα να ιδείς αν έρχεται ο πατέρας σου”. “Εβήκατε στο πρόβαλμα; έχετε δίκιο, είναι πολύ ωραία η θέα από δω”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πρόβαλμα /τὸ/ (πρὸ-βαίνω) = θέσις ἀποπτική, τόπος ἐξέχων πρὸς θέαν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Πρόβαλμα = ξέφωτο καί ψηλό μέρος πού μπορεῖ νά δεῖ κανείς γύρω του καί μακριά.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής