Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πάρτε

Πάρτε /τὸ/ (Ἰ. parte) = τὸ μέρος, ὁ τόπος, ὁ ρόλος. «ἄλτρα πάρτε» = ἄλλο μέρος, «ἔπαιζε αὐτὸ τὸ πάρτε» = ἔπαιζεν αὐτὸν τὸν ρόλον.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.