πούντο (το)
το ακριβές σημείο, η ακρίβεια στο χώρο και στο χρόνο
φράσεις: “Μωρ΄ δεν πάει πούντο”, δηλ. δε ξεμακραίνει καθόλου, δε φεύγει από δω – “η ώρα είναι δέκα πούντο”, ακριβώς δέκα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ποῦντο /τὸ/ (Ἰ. punto) = σημεῖον τοῦ χώρου, στίγμα, ἀκρίβεια: «δὲν πάει ποῦντο», «ἤταν ἡ ὥρα ἒξ ποῦντο».
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
ποῦντο (τό): σημείο χώρου, στίγμα, (ΙΤ. punto).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου