Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πούντο (το)

το ακριβές σημείο, η ακρίβεια στο χώρο και στο χρόνο
φράσεις: “Μωρ΄ δεν πάει πούντο”, δηλ. δε ξεμακραίνει καθόλου, δε φεύγει από δω – “η ώρα είναι δέκα πούντο”, ακριβώς δέκα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ποῦντο /τὸ/ (Ἰ. punto) = σημεῖον τοῦ χώρου, στίγμα, ἀκρίβεια:  «δὲν πάει ποῦντο», «ἤταν ἡ ὥρα ἒξ ποῦντο».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


ποῦντο (τό): σημείο χώρου, στίγμα, (ΙΤ. punto).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.