κατινάρι
λουρίδα λευκού πανιού που έδενε το κεφάλι του πεθαμένου από το πιγούνι ως την κορυφή του κεφαλιού – προσωρινά-, για να μείνει κλειστό το κάτω σαγόνι.
Και το ρήμα κατινιάζω = τοποθετώ την παραπάνω λουρίδα στο νεκρό.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κατ(ι)νάρι /τὸ/ (Ἰ. catenare) = ἐπίδεσμος ὀθόνης ἀπὸ τῆς σιαγόνος πρὸς τὴν κορυφὴν τῆς κεφαλῆς δι’ οὗ κρατεῖται κλειστὴ ἡ κάτω σιαγὼν τοῦ νεκροῦ.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης