πιτσιγαμόρτος (ο)
ο νεκροθάφτης.
Κατά τα παλαιά νεκρικά έθιμα οι πιτσιγαμόρτοι μετά την τέλεση της νεκρικής ακολουθίας παρελάμβαναν το νεκρό για την ταφή. Κι αυτό από κάποια υλική προσδοκία “ουχί ευκαταφρόνητον”, γιατί στο στήθος του πεθαμένου οι δικοί του έβαναν ένα ύφασμα που προοριζόταν για τους πιτσιγαμόρτους. Στους πτωχούς νεκρούς έβαναν μαντήλια ένα για κάθε νεκροθάφτη. Το έθιμο επικράτησε στην πόλη (μόνο) από την εποχή των Βενετσάνων (1684 – 1797).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πιτσ(ι)γαμόρτος /ὁ/ (Ἰ. pizzicare-morto) = νεκροστολιστής, νεκροπομπός, πεθαμενατζῆς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης