κοῦν(ι) 30 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κοῦν(ι) /τὸ/ (Ἰ. cogna) = τὸ ἄνω κυρτὸν μέρος τοῦ μεταταρσίου (τοῦ ποδός).