απίστομα (επίρρ.)
μπρούμυτα, με το πρόσωπο κάτω
ΒΑΛ. Ευθ. Βλαχάβας, το λείψανο, στιχ. 1-2: “Τρεις μέρες μέσ΄ στα Γιάννενα σέρνουνε το κορμί σου / τ΄ ανάσκελα, τ΄ απίστομα και το ποδοκυλούνε”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀπίστομα: /ἐπίρ./ (ἐπὶ-στόμα) = πρηνηδόν, πρηνής, προύμητα.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Μπρούμυτα.
Από την πρόθεση επί και στόμα. Από την συνεκφορά “τα επίστομα” > ταπίστομα . απίστομα (Μπαμπινιώτης).
Βαλαωρίτης, Διάκος, 274: “απλώθηκε τ΄ απίστομα …” ( ο δερβίσης).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Απίστομα: Προσδιορισμός ανάποδης θέσης αγγείου με άνοιγμα στόματος, (από+στόμα).
Συνήθης έκφραση «ήρθε τ’ απίστομα η τέντζερη» = αναποδογύρισε.
Γλωσσάριο Ιωάννας. Κόκλα
Μοιρολόι (Μεγανήσι)
“Δεν πρέπει εγώ να χαίρουμαι, μάειτε κρασί να πίνω,
μου πρέπει να ΄μαι σ΄ ερημιά, σ΄ ένα βαθύ λαγκάδι
Να κείτουμαι τ΄ απίστομα, να χύνω μαύρο δάκρυ
Να κλαίω το βράδυ αγαλινά και το πρωί μεγάλα”
Μπολίτσα στο χρόνο