πετρόλαδο (το)
πετρέλαιο για φωτισμό
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πετρόλαδο /τὸ/ = πετρέλαιον φωτιστικόν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
πετρέλαιο για φωτισμό
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πετρόλαδο /τὸ/ = πετρέλαιον φωτιστικόν.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης