ν(ι)σαντήρι (το)
“αμμωνιακόν άλας” υλικό σε σκόνη που το μεταχειρίζονται οι λευκοσιδηρουργοί σε συνδυασμό με καλάι για να κάμουν τις κολλήσεις με το καμινέτο.
Το χρησιμοποιούν επίσης οι γύφτοι και οι αλογοσύρτες που βάνουν νισαντήρι στον πισινό των αλόγων ή ων γαϊδάρων που πουλάνε, για να τρέχουν γρηγορότερα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ν(ι)σαντῆρι /τὸ/ (Ἀ. Τ. νιshαdὶρ) = ἀμμωνιακὸν ἅλας.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης