Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μοχτάω

  1. βιάζομαι στην εργασία μου
  2. κουράζομαι. φράση: “Εμόχτησα πολύ ώσπου να τελειώσω το σκάψιμο”. προστακτική: “μόχυα” = κάνε γλήγορα. Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, άσμα Δ΄: “Μόχτα … Δεσπότη … μόχτα / και στο Πατριαρχείο σου θαυρής να ξαποστάσεις”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μοχτάω (μοχθέω -ῶ) = ἐπισπεύδω ἐργασίαν τινά, ἐπείγομαι, σπεύδω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μοχτάω = σπεύδω, βοηθῶ μέ διάθεση, κάνω κάτι τά πεταχτά καί μέ ὄρεξη.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Μοχτάω § ἐπισπεύδω. Π. ἄειντε μόχτα = ἄγε σπεῦσον.

Σημ. Ἐκ τοῦ μοχθάω (Σύλλ. 18), τὴν λ. μεταχειρίζ. οἱ χωρικοί.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.