μοχτάω
- βιάζομαι στην εργασία μου
- κουράζομαι. φράση: “Εμόχτησα πολύ ώσπου να τελειώσω το σκάψιμο”. προστακτική: “μόχυα” = κάνε γλήγορα. Βαλαωρίτης, Αθανάσιος Διάκος, άσμα Δ΄: “Μόχτα … Δεσπότη … μόχτα / και στο Πατριαρχείο σου θαυρής να ξαποστάσεις”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μοχτάω (μοχθέω -ῶ) = ἐπισπεύδω ἐργασίαν τινά, ἐπείγομαι, σπεύδω.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μοχτάω = σπεύδω, βοηθῶ μέ διάθεση, κάνω κάτι τά πεταχτά καί μέ ὄρεξη.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Μοχτάω § ἐπισπεύδω. Π. ἄειντε μόχτα = ἄγε σπεῦσον.
Σημ. Ἐκ τοῦ μοχθάω (Σύλλ. 18), τὴν λ. μεταχειρίζ. οἱ χωρικοί.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου