Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

Αποτελέσματα αναζήτησης για μαντενουτα

μαντενούτα (η)

η ερωτευμένη που συντηρείται από τον εραστή της. (ιτ. mentenuta). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ο Παναγιώτης Ματαφιάς στο Ἁπ΄ τον Αη Μηνά ίσαμε τον Πόντε” το αναφέρει ως “μαντενούντα” Παναγιώτης Τ. Ματαφιάς – Από τον Αη Μηνά ίσαμε το Πόντε

μορόζος -α -ο

ο εραστής, ο παράνομα συνδεόμενος με άλλη γυναίκα. φράση: “του τα τρώει όλα η πιαστή του, η μορόζα του”. Παλιότερα ήταν κοινό μυστικό για τους εύπορους της Χώρας, αλλά και για πολλούς επαγγελματίες, κυρίως καροτσέρηδες και χασάπηδες, να έχουν τη μορόζα τους. (μαντένούτα και ποβερέτα). Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – . . . Περισσότερα

ποβερέτα (η)

πτωχή, αλλά συμπαθής γυναίκα, υπηρέτρια, ερωμένη που δεν τη συντηρεί ο ερωμένος της, σε αντίθεση με τη μαντενούτα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Ποβερέτα /ἡ/ (Ἰ. povera -eta) = συμπαθής, προσφιλής, ἐωμένη, παλλακή. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης