μηγάρις (ερωτημ.)
μήπως, τάχα; μήπως και συμβαίνει τίποτα; “Μηγάρις και έμαθε το κακό χαμπέρι;” – “Μηγάρις κι έχω και τ΄ άλλο πίσω από την πόρτα;”, δηλ. ένα παιδί έχω, μήπως κι έχω κι άλλο (και το ΄χω) κρυμμένο;
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Μ(η)γάρ(ι)ς (μὴ γὰρ) = μήπως ἄραγε; μὴ τάχα;
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Μήγαρις § ἰδ. τοιγάρις.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου