κουρνάκλα (η)
κορακοειδές πουλί μαύρου χρώματος με πολύ σκληρό ράμφος και μακριά ουρά.
Αρέσκεται ιδιαιτέρως στα ψοφίμια. Όπου ψόφιο ζώο, βλέπεις κοπάδια κουρνάκλες. Έχει και μια περίεργη προτίμηση αυτό το αχόρταγο πουλί. Μπαίνει στα σπίτια απ΄ ανοιχτό παράθυρο και αρπάζει χρυσαφικά, όταν του γυαλίσουν από μακριά. Επίσης αρπάζει και άλλα πράγματα, π.χ. σαπούνια μπουγάδας απ΄ τις αυλές, κουτιά σπίρτα, ακόμη και ρουχαλάκια.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κουρνάκλα /ἡ/ (κορώνη, Ἰ. cornachia) = κόραξ, κουροῦνα, γκαΐλα, καλλιακοῦδα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης