Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κομισσάριος (ο)

  1. αυτός που ενεργεί για λογαριασμό άλλου, που δέχεται εντολή, εντολοδόχος
  2. αυτός που επιτροπεύει ανήλικο.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κομισσάριος /ὁ/ άρχ. (Ἰ. commissario) = ἐπίτροπος, ἐντολοδόχος.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.