κομισσάριος (ο)
- αυτός που ενεργεί για λογαριασμό άλλου, που δέχεται εντολή, εντολοδόχος
- αυτός που επιτροπεύει ανήλικο.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κομισσάριος /ὁ/ άρχ. (Ἰ. commissario) = ἐπίτροπος, ἐντολοδόχος.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης