λιανὸς -ὴ -ὸ 07 Φεβ, 2017 Λ 0 Σχόλια 0 Λιανὸς -ὴ -ὸ (λίαν, λειαίνω) = λεπτός, λεπτοφυής, ἰσχνός, λειπόσαρκος.