Όλα τα λήμματα από Λεξικό Χριστόφορου Λάζαρη
Χ(ου)γιάζω (ἰάχω, ἰύζω, Τ. οὔϊ, Σ. οὐγιὰμ) = φωνάζω ἐξ ἀποστάσεως, φωνάζω δυνατά, ἐπιπλήττω ἐντόνως: «μ’ ἐχούϊαξε». Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Χουγιάζω § φωνάζω δυνατά. Π. Τί χουγιάζεις ἔτσι καὶ μ᾿ ἐξεκούφανες; Σημ. Ἡ λ. εἶναι πεποιημένη ἐκ τῶν φωνῶν χούϊ χούϊ (= ἰού, ἰού) ὁ παρ᾿ ἐμοὶ ἀνέκδ. . . . Περισσότερα
Χού(γ)ιασμα /τὸ/ (ἰάχω, ἰύζω, Τ. οὔϊ, Σ. οὐγιὰμ) = δημοσία μομφή, ἠθικὸν στίγμα εἰς τὴν κοινὴν συνείδησιν: «τσ’ τὦχνε χούγιασμα».
Χουζ(ου)νετάρω καί χουζ(ου)νάρω (Ἀ. Τ. χουσουνέτ, χουδζνὲτ) = ὑποδέχομαι σκαιῶς, συμπεριφέρομαι βαναύσως, ἀντιπαθῶ.
Χουζ(ου)νέτ(ι) /τὸ/ (Ἀ. Τ. χουσουνέτ, Τ. χουδζνὲτ) = σκαιότης, βαναυσότης, ἀντιπάθεια, μορφή, ἐλάττωμα, κουσοῦρι.
Χουμάω (χῦμα, χυμάω, χώομαι) = ἐπιτίθεμαι ἀκαθέκτως, ἐπιπίπτω ὁρμητικῶς. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Χουμάω § ὁρμῶ. Π. μαῦρο λιθάριν ἅρπαξε κῂ ἀπάνου του χουμάει (ᾆσμ. 8). Σημ. Ἐκ τοῦ χύμα (= χεῦμα = ῥοὴ = ὁρμή. ἰδ. Σύλλ. 14). Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου
πολτός πολύ βραστερών οσπρίων στην χύτρα “Τα ρεβύθια έγιναν χούμελη”, δηλ. έλιωσαν από το βράσιμο. Ήταν κάλοψα Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χούμελ(η) /ἡ/ ἄκλ. (Λ. humilis, Σλ. Χύμελε, Σ. χμέλj) = γαιώδης, ἄγευστος, ἀηδής, ὐπέργλυκος, κακοβρασμένος, παραβρασμένος. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
σκόνη και άχυρα από το ανέμισμα των δημητριακών στο αλώνι χούνπας Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χούν(ου)πας /ὁ/ (χέω, χοῦς-ὠπή, πάσσω) = ἡ σκόνη τοῦ ἁλωνισμοῦ, τὰ αἰωρούμενα μόρια ἀχύρων καὶ χώματος ἀπὸ τὸ λίχνισμα (ἀνέμισμα) τῶν δημητριακῶν εἰς τὸ ἁλῶνι. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Χούν(η) /ἡ/ (χοάνη, Ἀλ. χόν-ι) = μικρὸν βαθύπεδον, τόπος χθαμαλὸς χωρὶς θέαν καὶ ἀερισμόν.
Χρέπετο (Ἰ. crepato) = κηλίτης, σπασμένος, ραγισμένος, χάρβαλο.
Χ(ρι)στιανὸς -ὴ λέγεται συνήθως, ἀντὶ τῆς λέξεως ἄνθρωπος: «ποῦ ξεκίνσε ὁ χστιανὸς μὲ τέτοιον καιρό!», ἢ ὡς κλητικὴ προσφωνήσεως ἐκδηλωτικὴ συμπαθείας ἢ παραπόνου: «ἔλα χστιανέ μ’ μέσα μὴ βρέχεσαι», «τί θέλς χριστιανέ μ’ ἀπὸ μένα καὶ μὲ φορτώνεσαι;».
Χ(ρ)υσοποῦλ(ι) /τὸ/ = ἀλκυών, χρυσοποῦλι, θαλασσοποῦλι.
Χτέν(ι) /τὸ/ (κτεὶς) = λεπτὸς σάν χτένι, ἰσχνός, τὸ ὀστοῦν τῆς ὠμοπλάτης. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης το κοινό χτέενι για το χτένισμα των μαλλιών, το χρησιμοποιούσαν και για το χτένισμα του λωναρισμένου λιναριού, τοποθετώντας το πάνω σε ένα πλαστήρι. Το χτενισμένο λινάρι είναι πλέον ολοκάθαρο και μαλακό. Από τη . . . Περισσότερα
Χτουράω (Λ. futurus, Ἰ. futoere) = διαρκῶ, διατηροῦμαι, φτουράω.
μεγάλο εντυπωσιακό σπίτι, κτήριο. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χτούριο /τὸ/ (κτίριον) = οἴκημα ἀσυνήθους μεγέθους διὰ τὸ περιβάλλον του. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Χυμάω (χῦμα, χυμάω) = ἐπιτίθεμαι ἀκάθεκτος, χύνομαι ἐναντίον τινός. βλ. και χουμάω Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Ορμάω. Εύχρηστος ο αόριστος. Εχύμ(η)σε ο σκύλος ή ο άνθρωπος εξαγριωμένος. Και χουμίζω. Ετυμολογείται πιθανότατα από το αρχαίο χύμα, πλημμμύρα (ρήμα χέω), (Μπαμπινιώτης). Σε μεσαιωνικό κείμενο (“Ιμπέριος και Μαρφαρόνα” στ. 544 διαβάζουμε: . . . Περισσότερα
Χ(υ)μὸς /ὁ/ (χέω, χύνω) = ὀπός, διάρροια, εὐκοιλιότης: «τὸν πάει χ(υ)μός».
Χύνομαι (χέω) = ἐκχύνομαι, ὁρμῶ ἀκάθεκτος. (β. λ. χυμάω, χουμάω). Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Χύνω καί χύνομαι = ἐξορμῶ ἀκάθεκτος, ρίχνομαι ἐναντίον κάποιου. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Χύστο /τὸ/ (κύσθος) = τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον. Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης Χύστο = αἰδοῖο, λέγεται ἔτσι γιά νά ἀποφευχθεῖ ἡ ἄσεμνη ὀνομασία. Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
το ψάρι, γνωστό ως γλώσσα. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χωματίδα /ἡ/ (χῶμα -ατὶς) = ὁ πλαγιόστομος ἰχθῦς γλῶσσα. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Χωματίζομαι (χῶμα, κῶμα) = προσλαμβάνω ὄψιν γαιώδη, χάνω τὴν χροιὰν τῶν ζώντων, περιέρχομαι εἰς κῶμα καὶ λήθαργον θανάτου.
Χωματίζω (χῶμα) = θάπτω εἰς τὸ χῶμα, ἐνταφιάζω.
Χωρίζω (χωρὶς) = διαχωρίζω, διαζεύγνυμι, διακρίνω.
χώρος στον οποίο βάνομε άγουρα φρούτα για ωρίμανση, αλλά και ώριμα για διατήρηση. Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης Χωσάδα /ἡ/ (χώννυμι) = ἄωρον ὀπωρικὸν (συνήθως ἀχλάδι) χωνόμενον ἐντὸς ἀχύρων πρὸς ὡρίμανσιν, πρᾶγμα κρυπτόμενον διὰ καταχώσεως. Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Χωστὸς -ὴ -ὸ (χώννυμι) = βαθουλωτός, ὄχι ντεκολτέ: «παπούτσια χωστὰ» = ὑποδήματα βαθειὰ καλύπτοντα ἐπαρκῶς τὸν ἄκρον πόδα.
Ψηλοκάγκανος /ὁ/ (ὑψηλὸς-κάγκανος) = ἀκόμψως πανύψηλος, ὑψηλὸς χωρὶς χάριν, ὑψηλὸς καὶ ἰσχνός.
Ψητρὸς -ὴ -ὸ (ἔψω) = ἡμιεψημένος, ψημένος μετρίως: «τὸν καφέ τονε θέλει ψτρόνε».
Ψυλίζω (ψύλλος) = ἐρευνῶ πρὸς συλλογὴν τῶν ψύλλων τινός.
Ψυχερὸς -ὴ -ὸ (ψυχὴ) = ἐμψυχωμένος, θαρραλέος, τολμηρός, ἀνθεκτικός.
Ψυχόπιασμα /τὸ/ (ψυχὴ-πιάζω) = ἀναληπτικὸν κατὰ τῆς ἐξαντλήσεως, τονωτικόν.
Ψυχοπονιάρης -α (ψυχὴ-πόνος) = οἰκτείρμων, εὔσπλαγχνος.