χυμὸς 25 Φεβ, 2017 Χ 0 Σχόλια 0 Χ(υ)μὸς /ὁ/ (χέω, χύνω) = ὀπός, διάρροια, εὐκοιλιότης: «τὸν πάει χ(υ)μός».