Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

χωστὸς -ὴ -ὸ

Χωστὸς -ὴ -ὸ (χώννυμι) = βαθουλωτός, ὄχι ντεκολτέ: «παπούτσια χωστὰ» = ὑποδήματα βαθειὰ καλύπτοντα ἐπαρκῶς τὸν ἄκρον πόδα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.