(ε)κάκεψε
έγινε κακός (κακιώνω)
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
έγινε κακός (κακιώνω)
έγινε άνω κάτω Γλωσσάριο Δημήτριου Φραγκούλη Ετυμολογική σημείωση: από το άλλος + στράτα (τ.έ. ‘πήρε άλλη στράτα’, άρα ‘χάθηκε’ > ‘έγινε άνω κάτω’) (Π.Γ. Κριμπάς)
καταραμένος, διάβολος
αραιό
επίμονα
σηκώνω βλ. ασκωτούς
σηκωτούς (ασκώνω-σηκώνω)
Διάολος. Ιδιωματική προφορά των κατοίκων ορισμένων χωριών, όπως π.χ. των Πλατυστόμων
απλίτιστο και γιοτρούκης: απολίτιστος, βάρβαρος (τουρκ. yuruk = νομάς)
χάρη φρ. Σε παίρνω γκράτσια = σου κάνω χάρη
δαίμονες
δεν θέλω (ιδιωματική προφορά)
γωνιαίο μέρος του σπιτιού
κουράγιο Ιδιωματική προφορά (Πλατύστομα)
φλύαρος
λιμασμένος, πεινασμένος πολύ (< λιμάζω)
νάζια, καμώματα
μπάρμπας ιδιωματική προφορά (Πλατύστομα)
άγαμος (τουρκ. bekar)
ξαναγεννήθηκε, ξανάνιωσε (ξανάβγαλε πουλιά)
ξύνεται
ολόρθος
ολφός (είδος ψαριού) δυο λιτρών
(αιμοβορία) κακία
όμορφη
συχνές προσευχές (πάτερ ημών)
περίσσιο
ρευματικά, ρευματισμοί
αναπηρία
συσκευή αποστακτική προσδιοριστική του οινοπνεύματος