Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

μαντρεγούρα (η) και μαντριγούρα

το μανιτάρι, μύκης, αμανίτης, γένος μανιταριών, κοινώς μαντριγούρα.
Έχει φαρμακευτικές και υπνωτικές ιδιότητες, φυτό γνωστό από τα πανάρχαια χρόνια ως μανδραγόρας ο φαρμακευτικός. “Ο μανδραγόρας τους ανθρώπους κοιμίζει”, Ξενοφ. Συμπόσιο, 2, 26 (Λεξ. Δημητρ.)
Υπάρχουν πολλά γένη μανιταριών.
Στη Λευκάδα είναι γνωστό το φυτό αυτό ως μαντριγούρα και είναι νόστιμο φαγώσιμο είδος. Έχει στέλεχος σαρκώδες και κορυφή σαρκώδη και ομπρελοειδή. Φυτρώνει κάτω από ελιές συνήθως και σε εδάφη πάντα με πολλή υγρασία. Μερικά είδη μανιταριών είναι δηλητηριώδη.
Σε παλιό γιατροσόφι διαβάζομε: “Το άλας να το τρίψει να το πίει με ξίδι εκείνος οπού φάγει φαρμακευμένα μανιτάρια, μεγάλως ωφεληθήσεται”, έτερον: “Έπαρε της όρνιθας την τρυφερήν κατζιλιάν και τρίψε την με νερό και πότισον αυτόν 3 φορές και παρευθύς υγιαίνει”.
Το μανιτάρι υπνωτικόν: “Την μαντραγόραν να πίει ο άνθρωπος, ένα δράμι: τόσον θέλει να κοιμηθεί, ώσπερ αποθαμένος ή και ώσπερ τους ληθαργικούς, οπού κοιμώνται ακίνητοι” (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 136/141/151).

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Μαντρεγοῦρα /ἡ/ (μανδραγόρας) = ὁ ἀμανίτης, μανιτάρι.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Μαντριγούρα = μανιτάρι, λέγεται ἔτσι γιατί φυτρώνει κοντά στά μαντριά πού ὑπάρχει χωνεμένη κοπριά.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.