Όλα τα λήμματα από Γλωσσάριο Ανδρέα Ιων. Σταύρακα
αντ(ι)κιαστά / αντικιαστά, ψηλαφητά. Πάω αντικιαστά, δηλ στα τυφλά. Ο Λάζαρης, από αντι-εικάζω και ο Κοντομίχης αποδίδει αντικρίζω, διακρίνω κάτι. Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα εικάζω που θα πει υποθέτω (εικασία = υπόθεση) και την πρόθεση αντί. Ηλέη υπέστη μια παρφθορα μέχρι να καταλήξει ως ιδιωματισμός σε επιρρηματική μορφή στο . . . Περισσότερα
μέρος που δεν το πιάνει ο αέρας
κάνω τα κακά μου
ειδοποιώ
πορτοφόλι
βγαζω τα άχρηστα χόρτα από τα χωράφια που είναι σπαρμένα
δικηγόρος χωρίς πτυχίο
σιτάρι και κριθάρι μαζί
δεμάτια στάχια το ένα πάνω στο άλλο βλ. και αθεμωνιά
καινούριο (ιδμ)
εξανθημα στο σώμα με πύον
λουρί στο πρόσωπο του ζώου βλ. και κατρουμάς
κατεργαριά
φερέγγυος
πορτοφόλι
όπλο που βγάζει πολλές σφαίρες μαζί
νέρος του σώματος
πολύ χώμα σε ίσωμα
μεγάλο ξύλινο κάθισμα
αυτός που παινεύεται
μεγάλο καθιστικό
σιγά σιγά
κλεμμένα
γλυκό από το ζουμί των σταφυλιών
ψηλός, ίσιος
κερί
μέρος καθαρό που τοποθετούνε τα σταφύλια στον τρύγο
περπατώ