Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αντικιαστά

αντ(ι)κιαστά / αντικιαστά, ψηλαφητά. Πάω αντικιαστά, δηλ στα τυφλά.
Ο Λάζαρης, από αντι-εικάζω και ο Κοντομίχης αποδίδει αντικρίζω, διακρίνω κάτι.
Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα εικάζω που θα πει υποθέτω (εικασία = υπόθεση) και την πρόθεση αντί. Ηλέη υπέστη μια παρφθορα μέχρι να καταλήξει ως ιδιωματισμός σε επιρρηματική μορφή στο χωριό: Αντ(ι) εικάζω – αντ(ει)κ(ι)άζω, αντι(ι/ει)κιαστά – αντικιαστά. Δε θεωρώ σωστό το αντικειάζω. Ο επιρρηματικός τύπος, που στο χωριό είναι ο συνηθέστερος, δηλ. το αντικιαστά, αγνοείται.
Και ο Κουβέλης στα “Ξηρομερίτικα” γράφει αντικιαστά (επίρρ.) και κατ΄εκτίμηση – λέει – ρήμα αντικιάζω. Εφ΄ όσον σχετίζεται με το εικάζω, σωστή η ορθογραφία του Λάζαρη και Κοντομίχη αντικειάζω (εικάζω θα πει συμπεραίνω, υποθέτω).
Δεν έχουν όμως τον τύπο, επίρρ. αντικιαστά, που φαίνεται να μη διατηρεί το -ει- του εικάζω και τον αποδώσαμε ψηλαφητά. Στο σκοτάδι βαδίζει κανείς ψηλαφητά.
Να θυμηθούμε εδώ τη γνωστή φράση: μ΄κάζ(ει) ή μ΄κάστ(η)κε (εικάζω).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


και αντκιαστά (διακρίνω λίγο)

Ανδρέας Ι. Σταύρακας Λησμονημένα και αξέχαστα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.