ματσούκι (το) και ματσούκα (η)
ραβδί χοντρό, ρόπαλο. Απειλή: “θ΄ αρπάξω το ματσούκι και θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος”, “μου ΄δωκε μια ματσουκιά”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Λέμε, ματσούκι (ραβδί) που σ΄ χρειάζεται. Είναι το μεσαιωνικό ματσούκ-ιν, υποκοριστικό του βενετσιάνικου ματσούκα, mazzoca, ιταλικό mazzocca που σημαίνει ραβδί, μπαστούνι (Μπαμπινιώτης). Μεταφορικά σημαίνει και το ανδρικό μόριο (Κριαράς)
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης