Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

ματσούκι (το) και ματσούκα (η)

ραβδί χοντρό, ρόπαλο. Απειλή: “θ΄ αρπάξω το ματσούκι και θα δεις πόσα απίδια παίρνει ο σάκος”, “μου ΄δωκε μια ματσουκιά”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Λέμε, ματσούκι (ραβδί) που σ΄ χρειάζεται. Είναι το μεσαιωνικό ματσούκ-ιν, υποκοριστικό του βενετσιάνικου ματσούκα, mazzoca, ιταλικό mazzocca που σημαίνει ραβδί, μπαστούνι (Μπαμπινιώτης). Μεταφορικά σημαίνει και το ανδρικό μόριο (Κριαράς)

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.