πετροκότσυφας (ο)
το πουλί κοτσύφι.
Δημ. τραγ.: “Το λεν τ΄ αηδόνια στα κλαριά κι οι πέρδικες στα πλάγια / το λέει κι ο πετροκότσυφας μέσα από τη φωλιά του” (Δημοτικά Τραγούδια της Λευκάδας, σελ. 145).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Πετροκότσυφας /ὁ/ (πέτρα-κόσσυφος) = ὁ κόσσυφος ὁ κυανοῦς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης