κουτροῦλι καὶ κούτρουλο
Κουτροῦλι καὶ κούτρουλο § ἀγγεῖόν τι τεθραυσμένον· Π. τὤκαμες κουτροῦλι = τὸ ἔθραυσες, τὸ ἐκολόβωσες. Μ. συνώνυμ. τῷ κουτσουμπέλι (ὅπερ ἰδέ).
Σημ. Οἱ Κρῆτες λέγουσι κούτουλο τὸ ζῶον ἄνευ κεράτων (Ψιλίστ. Δ’. 517) ταὐτὸν τῷ παρ’ ἡμῖν Κούτρουλο.
βλ. καί κούτρ(ου)λος -η -ο