φρεζές (ο)
η χωρίστρα των μαλλιών, των αντρών και των γυναικών
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Φρεζὲς /ὁ/ (Ἰ. fregiare) = ἐπιμελὴς χωρίστρα ἀνδρῶν μὲ ἀκραῖον περίστρεμμα.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Φρεζές, ο: η χωρίστρα στα μαλλιά, εκ του ρ. φράσσω = φράζω, δια φραγμού περικλείω, πυκνώς παρατάττομαι, εξ ου και το γνωστό μας φρεζάρισμα στους αγρούς.
Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα