αμπαριάζω
τοποθετώ πράγματα στο αμπάρι του πλοίου.
μτφρ.: αποθηκεύω κάπου πράγματα, αδιαφορώντας για την τακτοποίηση τους στην κουζίνα: “Τ΄ αμπάριασες όλα εδώ, πιάτα, κατσαρόλες κ.λπ. κι έφυγες” – “Τ΄ αμπάριασε στο κατώγι τα τσουβάλια και δε γνοιάστηκε άλλο” – “Άφησε τα δυο της παιδιά εδώ, μας τ΄ αμπάριασε καλά καλά και πάει στο χορό”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Ἀμπαριάζω: (Σ. ἀμbὰρ) = ἀποθηκεύω, μεταφορτίζω εἰς ἄλλον πρόσωπον ἢ πρᾶγμα ὑποκείμενον εἰς τὴν φροντίδα μου. «μᾶς ἀμπάριασε τὸ παιδί τς καὶ πάει στὸ χάζι».
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης