Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

αμπαριάζω

τοποθετώ πράγματα στο αμπάρι του πλοίου.
μτφρ.: αποθηκεύω κάπου πράγματα, αδιαφορώντας για την τακτοποίηση τους στην κουζίνα: “Τ΄ αμπάριασες όλα εδώ, πιάτα, κατσαρόλες κ.λπ. κι έφυγες” – “Τ΄ αμπάριασε στο κατώγι τα τσουβάλια και δε γνοιάστηκε άλλο” – “Άφησε τα δυο της παιδιά εδώ, μας τ΄ αμπάριασε καλά καλά και πάει στο χορό”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Ἀμπαριάζω:  (Σ. ἀμbὰρ) = ἀποθηκεύω, μεταφορτίζω εἰς ἄλλον πρόσωπον ἢ πρᾶγμα ὑποκείμενον εἰς τὴν φροντίδα μου. «μᾶς ἀμπάριασε τὸ παιδί τς καὶ πάει στὸ χάζι».

Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.