κονσοῦμο 28 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κονσοῦμο /τὸ/ (Ἰ. consumare) = ἡ κατανάλωσις, τὰ πρὸς συντήρησιν ἀναγκαιοῦντα τρόφιμα.