Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

πεντόβωλα (τα)

παιδικό παιχνίδι που παίζεται με 5 χαλίκια (βώλους)

Το παιχλιδι παιζόταν με 2 ή και περισσότερους παίχτες.

Αρχή έκανε εκείνος ή εκείνη που μάντευε τα “μονά-ζυγά” που έκρυβε στην παλάμη του ένας συμπαίκτης. Όποιος άρχιζε πρώτος έκανε το εξής, αρχικά: Τοποθετούσε τα πέντε χαλίκια στο ανάποδο της παλάμης του, σχεδόν πάνω στα πέντε δάχτυλά του, τα πετούσε ψηλά σε ύψος 20-30 εκ. και τα έπαινε στην παλάμη του κατά την κάθοδό τους. Αν αποτύχαινε έστω και κατά ένα, τότε έπαιρνε τους βώλους ο δεύτερος, κάνοντας κι αυτός το ίδιο.

Αν όμως πετύχαινε, τότε άρχιζε η δεύτερη φάση του παιχνιδιού: έστρωναν τέσσαρους βώλους κάτω, κοντά τον ένα στον άλλον και βαστούσαν απάνω του ένα βώλο. Πετούσε κατόπιν το βώλο αυτό ψηλά κι έπιανε από κάτω ένα χαλίκι, χωρίς όμως να αγγίξει τα άλλα. Αυτό γινότανε τέσσαρες φορές ώσπου να σηκώσει όλους του βώλους. Και σ΄ αυτή τη φάση δεν έπρεπε να παραβεί τους κανόνες του παιχνιδιού αλλιώς τον καθαιρούσαν. Τέλος έβανε πάλι τους τέσσαρους βώλους κάτω και έπρεπε τώρα να τους σηκώσει όλους μαζί, πετώντας συγχρόνωνς τον ένα βώλο απάνω, που κανονικά θα τον έπιανε στον αέρα μέσα στην απαλάμη του.

Εδώ τελειώνει συνήθως το παιχνίδι, από τον πρώτο παίχτη, και συνέχιζαν οι άλλοι ή ο άλλος κάνοντας το ίδιο.

Σημειώνουμε πως όταν ο παίχτης τα πήγαινε καλά, ο συμπαίχτης του, που δήθεν, φουρκιζόταν έλεγε το εξής ξόρκι: “Άγια Κατερίν΄ ν΄ αγιάσει / το πεντόβολο να σπάσει…”

Σε μερικά χωριά όμως, όπως και στη Χώρα, που το παιχνίδι παίζοταν μετά μανίας, το παιχνίδι δε σταματούσε εδώ, στο επιτυχές δηλ. φούχτωμα των τεσσάρων βώλων από κάτω. Συμπληρωνόταν με τη “γωνία” και τον “κύκλο”, που σχημάτιζε ο παίχτης με το αριστερό του χέρι: Έβανε τέσσαρα χαλίκια κάτω, σχημάτιζε με τ΄ άλλο χέρι μια γωνία με τον αντίχειρα και το δείχτη, που ακουμπόυσαν στο έδαφος, κι άρχιζε, πετώντας ψηλά το ένα χαλίκι να σπρώχνει με το μεσαίο δάχτυλο, ένα-ένα τα κάτω να περάσουν ανάμεσα από τη γωνία, κι ύστερα να τα αδράξει πάλι όλα μαζί, βγάνοντας από πάνω τους το χέρι του. Κατόπιν με τα ίδια δάχτυλα σχημάτιζε κύκλο, και περνούσε τα πεντόβολα ένα-ένα από μέσα (κάπως δύσκολο), ακολουθώντας την ίδια, όπως και πριν διαδικασία. Αν έχανε είχε σειρά ο επόμενος.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης /

Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη


Πεντόβωλα /τὰ/ = ἡ διὰ πέντε βώλων (χαλίκων) παιζομένη παιδιά.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Ή πεντοχάλικα.

Διαδεδομένο και ευρύτατα γνωστό, κοριτσίστικο μάλλον, παιγνίδι, που ξυπνάει μέσα μας – των “παλαιών” – αναμνήσεις και εμπειρίες των δύσκολων τότε, αλλά ανέμελων παιδικών μας χρόνων, είναι και τα πεντόβολα. Το παιγνίδι έχει τις ρίζες του στην αρχαιότητα. Λέγοταν “πεντάλιθα” ή “πεντάλιθοι”.

Και σε μας κοριτσίστικο ήταν το παιγνίδι, χωρίς όμως ν΄ αποκλειόταν και η συμμετοχή αγοριών, με δυο πάντα παίχτες (παίχτριες). Και λέω “ήταν” γιατί δε νομίζω πως σήμερα παίζεται. Έσβησε και χάθηκε κι αυτό μαζί με τόσα άλλα με την πάροδο του χρόνου, την αλλαγή συνθηκών και τρόπων ζωής των ανθρώπων ακόμα και στα χωριά. Ζει και υπάρχει μόνο στις μνήμες των εγαλύτερων απο μας, που κάπου κάπου τα θυμόμαστε και συγκινούμαστε.

“Παίζομε τα πεντόβολα;” καλούμε η μια την άλλη παίχτρια. Και στηνόταν το παιχνίδι!

Τα σύνεργα όλα κι όλα πέντε διαλεγμένα λιθαράκια (ή χαλίκια) που συνήθως τα διάλεγαν εκείνη την ώρα. Τόπος, το πλακόστρωτο ή το πεζούλι της αυλής κι όχι πάντως μακριά από το σπίτι. Τσιμεντένιες αυλές δεν εύρισκες εύκολα τότε. τα δε κορίτσια δεν απομακρύνονταν εύκολα απ΄ τα όρια του σπιτιού.

Τοποθετούσαν λοιπόν στο έδαφος αραιά και ασύμμετρα τα τέσσερα πεντοχάλικα. Το πέμπτο τόπαιρνε η παίχτρια και τόρριχνε ψηλά και κατακόρυφα. Και πριν αυτό πέσει προσπαθούσε να το πιάσει στον αέρα αφού μάζευε με επιδεξιότητα και με μια κίνηση με το ίδιο χέρι όσα περισσότερα (ή και τα τέσσερα) χαλίκια μπορούσε από το έδαφος. Η λεπτότητα των γυναικείων δακτύλων ευνοεί αυτές τις κινήσεις και το ταυτόχρονο μάζεμα των χαλικιών.
Η δεύτερη παίχτρια με τη σειρά της επαναλάμβανε τις ίδιες κινήσεις από την αρχή. Όποια μάζευε με μια κίνηση περισσότερα ή και όλα είχε τους περισσότερους πόντους που την αναδείκνυαν νικήτρια.
Και το παιχνίδι συνεχίζοταν μέχρι να κουραστούν ή τις φωνάκει η μάνα τους.

Η λέξη πεντόβολα ετυμολογείται από το αριθμ. πέντε + βόλος (και ορθ. βώλος).

Το λ. της νεοελληνικής ΣΤΑΜΑΤΑΚΟΥ ορίζει ως εξής το παιχνίδι: Πεντό-βολα, τα. δημ (και πεντόβωλα), παιδιά παιζομένη δια πέντε λίθιδίων (βώλων) τα οποία ρίπτει εναλλάξ προς τα άνω και κατά την πτώσιν των τα συλλαμβάνει.

Συνεκδ. τα πέντε λιθίδια, οι πέντε βώλοιμ δια των οποίων παίζεται η παιδιά, άλλως πεντάλιθα (παίζω τα πεντόβολα: πενταλιθίζω ,πενταλίθοις παίζω).

Κατά τον σχολιάστη Ευστάθιο: βόλι: (=βόλια κυβευτών, τους πέσους (=ζάρια) φασιν οι παλαιοί. Βολις (=έπεμπε γαρ εις αυτούς βολίδας μολυβδίνας, όσον καρύον ποντικού το μέγεθος> Δουκ. ιτορ. Δ΄), βλελος, βολή (μτγν) balle θ. (Σκαρλάτου του Βυζαντίου).

Κατά το λ. ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ: πεντόβολα (τα) δημ. παιδιά δια πέντε βώλων ή λιθιδίων άτινα αναρρίπτων συλλαμβάνει ο παίκτης κατά την πτώσιν, πεντάλιθα, πενταλιθίζω, αμφ. αναγν, αντί πεντέλιθα, πεντελιθίζω βλ. λ. Πολυδ. 9 126)

Παίγνια παλαιών Καρσάνων – Δημ Κατωπόδης


Πεντώβολα παιδιὰ διὰ πέντε χαλίκων γινομένη.

Γλωσσάριον – Γ.Χ. Μαραγκός

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.