Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

κατσ΄λιάνος (ο)

το πουλί κορυδαλλός ή κατσουλοφόρος (λοφιοφόρος) (κατσλιάνος)

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Κατσ(ου)λιανὸς /ὁ/ β. λ. κατσοῦλα = κορυδαλὸς (λοφιοφόρος), κατσουλιέρης.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.