κούρα (η)
- κομμάτι σαπουνιού που βάνουν ως υπόθετο για να “βγει το στομάχι τους”, να ενεργηθούν.
- μεγάλο ψέμα. φράση: “Άσε τις μεγάλες κούρες”
- δίαιτα, ανάρρωση. “Είμαι σε κούρα” ή “κάνω κούρα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Κοῦρα /ἡ/ (κουρίζω, Ἰ. cura) = ὑπόθετον ἐκ κοινοῦ σάπωνος πρὸς πρόκλησιν ἀποπατήσεως, ψευδολογία, κολακεία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης