Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καρκαλογιώμαι

λέγεται για τις κότες, που όταν πρόκειται να κάμουν το αυγό τους το προαναγγέλλουν με κακαρίσματα. Καρκαλογιέμαι ή καρκαλογάω, λοιπόν, σημαίνει κακαρίζω, προαναγγέλλω.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καρκαλογιῶμαι (ἠχητ.) = κακκαρίζω ἐπὶ προσεχεῖ ὠοτοκίᾳ (ἐπὶ ὀρνίθων), προαναγγέλλω μὲ θόρυβον ἀναμενόμενον γεγονός.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Καρκαλογιέμαι. Φαίνεται να σχετίζεται με το καρκάλι = το κάλλαιον, δηλαδή το λειρί του πετεινού. (Το κακαρίζω των λεξικών σημαίνει τη χαρακτηριστική φωνή της κότας, όταν πρόκειται να κάμει το αυγό).
Κατά τον Ανδριώτη από = κα κα κα + κατάλ. -ρίζω.
Το καρκάλι, λοιπόν, είναι το μεσαιωνικό καρακάλλι -ον, υποκοριστικό του λατινικού caracalla. Καράκαλλον, είδος ρωμαϊκού ενδύματος.
Για να σχετίσουμε το καρκαλόγημα της κότας με τον κόκορα ας θυμηθούμε το στίχο του τραγουδιού του Γούναρη: “Κι εκείνος ( ο κόκορας) το λειρί με πονηριά της δείχνει (της κότας). Κι η κότα εκφράζει την ικανοποίησή της (επί τη προσεχή ωοτοκία, που θάλεγε κι ο Λάζαρης) με το καρκαλόγημα της!
Στην Καρυά, όταν κάποιος υπερηφανεύεται για κάτι λέμε, από τη γνωστή κίνηση του κεφαλιού προς τα πάνω, ότι αυτός … καρκαλογιέται! (ή κοκορεύεται από την συμπεριφορά του κόκορα).

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


βλ. και καρκολογάει

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.