Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

καπάρος (ο)

η χρηματική ή άλλη προκαταβολή που δίνεται στον πωλητή σαν εγγύηση.
Η λέξη λέγεται και ως αστεϊσμός ή ειρωνεία, όταν κάποιος παινεύεται πως σ΄ αυτόν οφείλεται μια επιτυχής υπεράσπιση,, διαπραγμάτευση ή μεσολάβηση, του απαντούν: “Ώρσε, μη θέλεις και καπάρο;” φράση που συνοδεύεται από μια μούντζα.
Το ρ. καπαρώνω έχει τη σημασία του δίνω προκαταβολή.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Καπάρος /ὁ/ (Ἰ. caparrare, Ἀλ. καπάρ-ι, Σ. καπάρα) = προκαταβολὴ τιμήματος ἀγοραπωλησίας ἢ ἄλλης συμβάσεως, ἀρραβὼν συμφωνίας.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.