καπάρος (ο)
η χρηματική ή άλλη προκαταβολή που δίνεται στον πωλητή σαν εγγύηση.
Η λέξη λέγεται και ως αστεϊσμός ή ειρωνεία, όταν κάποιος παινεύεται πως σ΄ αυτόν οφείλεται μια επιτυχής υπεράσπιση,, διαπραγμάτευση ή μεσολάβηση, του απαντούν: “Ώρσε, μη θέλεις και καπάρο;” φράση που συνοδεύεται από μια μούντζα.
Το ρ. καπαρώνω έχει τη σημασία του δίνω προκαταβολή.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Καπάρος /ὁ/ (Ἰ. caparrare, Ἀλ. καπάρ-ι, Σ. καπάρα) = προκαταβολὴ τιμήματος ἀγοραπωλησίας ἢ ἄλλης συμβάσεως, ἀρραβὼν συμφωνίας.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης