κῆρα 24 Ιαν, 2017 Κ 0 Σχόλια 0 Κῆρα /ἡ/ (κὴρ) = θάνατος, συμφορὰ (λέγεται ὡς κατάρα «κάσσα καὶ κῆρρα»).